- γενεράλης
- και γενεράλιος και γκενεράλες και τζενεράλης και τζενεράλες, ο (Μ γενεράλιος)αρχηγός στρατού ή στόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. generale «στρατηγός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… … Dictionary of Greek